κάποιον μου θυμίζεις (α)

Όλοι οι συμμετέχοντες στο Ρ.Π.Α. επιλέγουν ένα φωτογραφικό πορτρέτο του 19ου αιώνα να τους συνοδεύει κατά την διάρκεια των εργασιών μας. Δεκάδες είναι τα φωτογραφικά πορτρέτα που βρίσκονται στα αζήτητα αρχειακών συλλογών και είναι εξαιρετικά δύσκολο οι εικονιζόμενοι να ταυτοποιηθούν. Δεν μιλούν. Στέκονται στον καθρέφτη της ιστορίας σαν φαντάσματα με αμνησία. Είναι τα ενθύμια του κανενός. Όπως για παράδειγμα ο καλοντυμένος κύριος με το επιμελημένο μούσι, την εικόνα του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα εγκαινιάζοντας τη «λειψανοθήκη» του Ρ.Π.Α.

Μοναδικό μας δεδομένο αποτελεί το γεγονός πως η φωτογραφία βγήκε στο εργαστήριο των αδελφών Ρωμαΐδη στην Αθήνα, υποψιαζόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Από κει και πέρα, διαθέτουμε τη φυσιογνωμία του όμως μας διαφεύγει το ποιόν του. Διακρίνουμε το πρόσωπό του αλλά μας διαφεύγει το όνομά του. Γιατί όχι, λοιπόν; Οικειοποιούμαστε την ανωνυμία του και μετατρέπουμε το ντοκουμέντο σε ένα πεδίο εξάσκησης της φαντασίας μας, με γνώμονα το διαισθητικό μπόλιασμα της λογοτεχνίας με την ανθρώπινη γεωγραφία του τόπου.

«ΣΣΣ»

του Γιώργου Σιδέρη

 

Ο Σάββας Στρελτσώφ γεννήθηκε στα ρώσσικα παράλια της Μαύρης Θάλασσας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η οικογένειά του ήταν εύπορη χάρη σε γενεές εμπόρων που γεννήθηκαν κι έζησαν μέσα σ’ αυτήν. Ο ίδιος, αν κι ένοιωθε μεγάλη έλξη για την ιστορία και τη λογοτεχνία, είχε ασχοληθεί από νωρίς με το εμπόριο και τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Στον ελεύθερο χρόνο του, άφηνε στην άκρη τους αριθμούς και το μέτρημα των εισπράξεων και ρουφούσε με μεγάλο ενδιαφέρον τα αναγνώσματα που αφορούσαν στις ανασκαφές που ελάμβαναν χώρα από τον Ερρίκο Σλήμαν στην αρχαία πόλη της Τροίας, βιβλία που σκονίζονταν στην οικογενειακή βιβλιοθήκη και ποιήματα ενός νέου Αλεξανδρινού ποιητή, του Καβάφη.

Στα 30 του αποφάσισε να απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία και να μετακομίσει στην Αθήνα όπου κι ασχολήθηκε με το εμπόριο της σταφίδας. Οι ελληνικές σταφίδες και δη οι κορινθιακές, ήταν φημισμένες κι οι εξαγωγές του Στρελτσώφ, αν και όχι υπέρογκες μα διαρκώς αυξανόμενες, κατάφεραν να φθάνουν από τη Ρωσσία και τη Γερμανία έως τη Γαλλία και την Αγγλία.

Ονόμασε την εταιρεία του «ΣΣΣ» (Σταφίδες Σάββα Στρελτσώφ) ή όπως την έλεγαν οι πελάτες του, «Τα Τρία Σίγμα». Ήταν πρωτοπόρος του μάρκετινγκ κι είχε σκεφτεί ο ίδιος τη διαφήμιση όπου απεικονίζονταν μια ωραία δεσποινίδα τις εποχής να έχει το δάχτυλο όρθιο μπροστά στα χείλη της κι από κάτω η λεζάντα να αναγράφει «ΣΣΣ, μη μου μιλάτε, τρώγω σταφίδες Σάββα Στρελτσώφ».

Συχνά συμμετείχε σε λογοτεχνικές βραδιές όπου διαβάζονταν βιβλία νέων συγγραφέων και ποιητών. Σε μία από αυτές είχε ακούσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πλάτωνα Ροδοκανάκη κι είχε ενθουσιαστεί τόσο, ώστε ξεκίνησε προσπάθειες συγγραφής ενός μυθιστορήματος. Δυστυχώς οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων κι οι οικογενειακές του δεσμεύσεις, δεν του επέτρεψαν να το ολοκληρώσει.

Αν και μακρυά από την οικογένειά του, ο Σάββας Στρελτσώφ πάντα αισθάνονταν υπόλογος σε αυτήν και δεν ήθελε να τους απογοητεύει. Για το λόγο αυτόν, αν και μεγάλος σε ηλικία, ζήτησε από ένα καλό φωτογραφείο της Αθήνας ν’ απαθανατίσουν το πορτραίτο του για να το στείλει στην οικογένειά του, ώστε να το δείξουν σε υποψήφιες νύφες του κύκλου τους.

Βγαίνοντας από το φωτογραφείο με θολωμένες σκέψεις που ταλαντεύονταν μεταξύ σταφίδας, αρχαιοτήτων, ποιημάτων και ηρωικών πνιγμών, δεν αντιλήφθηκε το τραμ που περνούσε, με αποτέλεσμα αυτό να τον χτυπήσει κι ο Σάββας Στρελτσώφ να πεθάνει επί τόπου. Το φωτογραφικό του πορτραίτο δεν αναζητήθηκε ποτέ κι όταν έκλεισε το φωτογραφείο, οι κληρονόμοι του φωτογράφου πούλησαν τη φωτογραφία, μαζί με εκατοντάδες άλλες ακόμα, στα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι.

Το όνομά του έμεινε συνώνυμο με τη σιωπηλή ηδονή που προκαλεί στο στόμα η γλυκιά σταφίδα.

 

«Το υποκείμενο που συλλαμβάνεται στη φωτογραφία απαιτεί κάτι από μας [..] Ακόμη κι αν το πρόσωπο λησμονήθηκε εντελώς, ακόμη κι αν το όνομά του σβήστηκε για πάντα από τη μνήμη των ανθρώπων -κυρίως τότε- εκείνος ο άνθρωπος, εκείνο το πρόσωπο, αξιώνουν το όνομά τους, απαιτούν να μη λησμονηθούν»

Τζόρτζιο Αγκάμπεν / «Η Ημέρα της Κρίσεως» (στις «Βεβηλώσεις», εκδ. ΑΓΡΑ)