«Εις το Αιγαίον φαίνεται Κυκλάδων γύρου γύρου
Κατοπτριζόμενος χορός»
Ιωάννης Καρασούτσας, 1841
.
«Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός.
Πετρωμένο το κύμα κι ο καιρός»
Νίκος Γκάτσος, 1991
Διάβασα πρόσφατα τη μονογραφία που κυκλοφόρησε για τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, έναν από τους πρώτους και πιο επίμονους ποιητές της Ελλάδας, παντελώς ξεχασμένο πια. Φτάνοντας σε ένα στίχο από το επιβλητικό του ποίημα «Αι Κυκλάδες», κάπως σκάλωσε ο νους μου. Στο συγκεκριμένο ποίημα, καθώς ο ποιητής ατενίζει το παρθένο Αιγαίο του 1841, συλλαμβάνει τη γεωμορφία των νησιών σαν έναν κυκλαδίτικο χορό. Κι αμέσως θυμήθηκα το «Χορό των Κυκλάδων» από τα «Κατά Μάρκον» των Ξαρχάκου – Γκάτσου, όπου αναφέρει ο ποιητής: «Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός». Και αναρωτήθηκα: να είχε διαβάσει άραγε ο Γκάτσος τον Καρασούτσα, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό το νεότερο ποίημά του ως μια ιστορική απάντηση σ` αυτόν; Κι ακόμα: ποια η θέση των Κυκλάδων και ευρύτερα του Αιγαίου στην ελληνική ποίηση; Κι ακόμα: το Αιγαίο, ενώ ενώνει τις δύο απέναντι ακτές, μήπως αποτελεί πεδίο διαμάχης στα ελληνικά γράμματα; Αυτά θα προσπαθήσω ν` απαντήσω σ` αυτό το σημείωμα.
Οι Κυκλάδες, όπως είναι τους τελευταίους αιώνες γεωλογικά διαμορφωμένες, σχηματίζουν νοητά έναν – αν και όχι τέλειο – κύκλο. Ο κυκλωτικός χορός τους είναι μια εικόνα εύλογα αντιληπτή. Και συνειρμικά ακόμα, εύκολα σε καθοδηγούν οι λέξεις: Κυκλάδες > κύκλος > κυκλωτικός > κυκλωτικός χορός. Άνετα μπορεί να έχουν συμπέσει στην έμπνευση αυτή λοιπόν τόσο ο ρομαντικός Καρασούτσας όσο και ο υπερρεαλιστής Γκάτσος. Παρά ταύτα, επειδή ο Γκάτσος μετά την «Αμοργό» εγκατέλειψε τον ελεύθερο στίχο και αφιερώθηκε στην ομοιοκατάληκτη στιχουργική – με μόνη ίσως εξαίρεση την «Ελλαδογραφία» από τα «Παράλογα» του Χατζιδάκι – , μια στιχουργική σε κάποιο βαθμό άνιση, αφού έδωσε από εύκολα τραγουδάκια μέχρι στιχουργήματα που υπερβαίνουν σε ποιητική δυναμική ακόμη κι αυτή την «Αμοργό», είναι πολύ πιθανό να είχε όντως μελετήσει τον Καρασούτσα της τέλειας ρίμας. Λέγεται μάλιστα ότι κρατούσε ένα τετράδιο όπου σημείωνε τις λέξεις που ριμάρουν τέλεια, και μ` αυτές πρώτη ύλη έχτιζε τα περίτεχνα τραγούδια του. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν να είχε μελετήσει τους ποιητές της ρίμας και, δεδομένης της ευρύτατης μόρφωσής του, ο Καρασούτσας δε θα του είχε ξεφύγει. Ίσως λοιπόν να πρόκειται για μία εσωτερική συνομιλία μεταξύ τους.
Ο Καρασούτσας υμνεί την ομορφιά του κυκλωτικού χορού των Κυκλάδων, αντιλαμβάνεται την καμπυλότητα της «ελληνικής γραμμής», προλογίζοντας με έναν τρόπο τον ερχομό του Περικλή Γιαννόπουλου στα ελληνικά γράμματα, ενός ακόμη αυτόχειρα, όπως κι ο ίδιος άλλωστε, αφού έπασχαν και οι δύο από το λεγόμενο «αδιέξοδο της πατρίδας». Ένα αδιέξοδο βέβαια που δεν εμποδίζει τον Καρασούτσα, ίσα ίσα τον εξωθεί, στο εν λόγω ποίημά του να πανηγυρίσει ονομαστικά κάποιες νήσους: «Ιδέ τας, κατά πρόσωπον κυττάζουσιν αλλήλων / η Δήλος προς την Μύκωνον, η Τήνος προς την Δήλον / η Νάξος προς την Άνδρον». Και αναφωνεί: «Ω ιλαρότης ουρανού! Ω θέλγητρα! Ω κάλλη!»
Η ματιά του Γκάτσου ενάμιση αιώνα μετά, αντίθετα, είναι απαισιόδοξη. Ο Γκάτσος ταυτίζει τις Κυκλάδες με την Ελλάδα. Αναμενόμενο ίσως, αφού το αιγαιακό νησιωτικό σύμπλεγμα αποτέλεσε πεδίο ξεδιπλώματος του μυθικού πολιτισμού από την αρχαιότητα. Εκεί αναζητά λοιπόν τη «χαμένη Ελλάδα» του. Η Ελλάδα του Γκάτσου χάνεται, τα «αφτέρουγα παιδιά» – «μάρμαρα σπασμένα», τα πήρε ο ύπνος. Παντού «ίσκιοι λαβωμένοι». Το Αιγαίο μοιάζει να έχει χάσει την πνευματικότητά του. «Τώρα πετάνε τ` αποτσίγαρα οι τουρίστες», όπως σχολίαζε παλιότερα, στα «Παράλογα». Ο μαζικός τουρισμός έχει ήδη αρχίσει να επελαύνει στα κυκλαδίτικα νησιά από τα τέλη της επίχρυσης δεκαετίας του `80, οπότε και γράφεται το ποίημα.
Αυτή την περίοδο εξάλλου τον Γκάτσο τον έχουν ζώσει και εθνικές ανησυχίες. Δείγμα τέτοιας γραφής, το προβληματικό «Κατηγορουμένη εγέρθητι», που ευτυχώς δε μελοποίησε ποτέ κανένας. Και ο «Χορός των Κυκλάδων» μπορεί να αναγνωσθεί σ` αυτό το κλίμα της εθνικής του μελαγχολίας. Ενώ λοιπόν τη δεκαετία του `60 σκαρώνει το παιχνιδιάρικο «Κυκλαδίτικο» για το Χατζιδάκι, τώρα δεν έχει όρεξη για τέτοια παιχνιδίσματα. «Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός.» Προειδοποιεί εξάλλου από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού: «Σκοτεινό το τραγούδι που θα πω». Κι έρχεται έτσι να σβήσει το φως του Καρασούτσα. Να του χτυπήσει συμπονετικά την πλάτη για την μελλοντική διάψευσή του.
Μα όχι μόνο οι Κυκλάδες, αλλά ολόκληρο το Αιγαίο δεν αποτέλεσε άραγε πεδίο διαμάχης στα ελληνικά γράμματα, ιδίως από τον Εμφύλιο και μετά; Η εμφυλιοπολεμική θύελλα τάραξε ακόμα κι αυτά τα κύματα του πελάγους. Απ` τη μια οι μεν: «Η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος» ψάλλει από την «Γένεσι» κιόλας του «Άξιον Εστί» ο Ελύτης, ενώ δεν ξεφεύγει από την αιγαιολαγνεία σε καμία μετέπειτα φάση της ζωής και του έργου του, αποκτώντας έτσι τον αμφιλεγόμενο τίτλο του «ποιητή του Αιγαίου». Σημειώνει σχετικά ο Σαμσών Ρακάς στο δοκίμιό του: «Η ιστορική απόσταση που χωρίζει στην ελληνική γλώσσα το κυανό από το μπλε ισοδυναμεί με την απόσταση που χωρίζει τον Καρασούτσα από τον Ελύτη. Είναι η απόσταση που μεταμορφώνει το Αιγαίο από έναν πρότυπο τόπο πνευματικής πειθαρχίας σε έναν τόπο ξεφαντώματος». Μα κι ο Σεφέρης δίνει τη δική του «Σαντορίνη», ενώ κυκλαδίτικες εικόνες μπορούν να εντοπιστούν διάφορες στο έργο του («ένα μικρό σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη»). Στην αντίπερα όχθη, ο Ρίτσος σχολιάζει καυστικά: «Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, / για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα, / για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων». Γιατί το Αιγαίο των αστών – κατ` εμέ: φερόμενων ως αστών – ποιητών, δε βρέχει τη Μακρόνησο, τη Γυάρο, τη Λέρο, την Ικαρία, τη Λήμνο. Εμφύλιο πέλαγος λοιπόν. Απ` τη μια τόπος αναψυχής, απ` την άλλη τόπος βασανιστηρίων. Απ` τη μια η μυθολογία, απ` την άλλη η Ιστορία. Απ` τη μια τα ενθύμια, απ` την άλλη η Μνήμη.
Στο μεταξύ οι Κυκλάδες, παρά την απαισιοδοξία και τη θλίψη του Γκάτσου, συνεχίζουν να χορεύουν, αφού καμία γεωλογική μεταβολή δε διέκοψε τον κύκλιο χορό τους. Παραδίπλα όμως, τα Δωδεκάνησα και το Βορειοανατολικό Αιγαίο φέρουν βαρύ το πένθος των χαμένων ψυχών, της σύγχρονης μεταναστευτικής τραγωδίας. Αμφίβολο είναι αν ο Καρασούτσας θα είχε και σήμερα την ίδια όρεξη να τραγουδά «Ω θέλγητρα, ω κάλλη!».
Εν κατακλείδι, και χάριν ακριβείας, ας αναφερθεί πως το συγκεκριμένο ποίημα του Καρασούτσα, αυτή η επιβλητική και πολύ πρώιμη ποιητική τοπιογραφία, δεν εκδόθηκε επίσημα σε κάποιο απ` τα βιβλία του, ώστε να υποτεθεί με σχετική ασφάλεια πως ο Γκάτσος είχε πρόσβαση σε αυτό. Εντοπίζεται σε ένα περιοδικό της εποχής, τον «Ευρωπαϊκό Ερανιστή», γεγονός που απομακρύνει αρκετά από την εκδοχή πως ο Γκάτσος είχε γνώση του ποιήματος. Και αναρωτιέμαι τώρα: το γεγονός αυτό αποκλείει την συνομιλία μεταξύ τους; Μήπως το επίπεδο της συνομιλίας συνεχίζει να ισχύει, και μάλιστα τώρα γίνεται και πιο βαθύ, τοποθετημένο σε ένα περισσότερο υπερβατικό επίπεδο, σε ένα πεδίο που γεννιέται η συλλογική έμπνευση των ποιητών; Ας μείνει η απάντηση ορφανή, να μοιάσει με την εποχή μας.
Το δοκίμιο γνωριμίας και επαναφοράς του Ιωάννη Καρασούτσα στο ποιητικό πεδίο συνεχίζει την υπόγεια διαδρομή του με την μορφή e-book και μπορείτε να το λάβετε απλώς και μόνο με την αποστολή ενός μέηλ ενδιαφέροντος στο
contact@academia-romantica.edu.gr