Το πρώτο ομοερωτικό/λογοκριμένο ποίημα των νεοελληνικών γραμμάτων

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης σήμερα και το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο επιλέγει να καταπιαστεί με μια άγνωστη συγγραφική στιγμή από την ιστορία του τόπου, η οποία έχει νόημα να φανερωθεί εδώ για πρώτη φορά ώστε να προσπαθήσει να δικαιώσει με τρόπο ουσιαστικό τούτη την επέτειο. Αφορά ένα κρίσιμο ποίημα του Ιωάννη Καρασούτσα (κατά σύμπτωση βουτά στο θάνατο σαν σήμερα το 1873) καθότι πρόκειται για μια σπάνια κατάθεση ανεκπλήρωτου έρωτα όχι μόνο λόγω της επληκτικής μουσικότητας που δημιουργούν τα εύκολα ελληνικά που εδώ περιέργως επιλέγει αλλά κυρίως, και ακόμη πιο περίεργα, λόγω των έντονων ομοερωτικών αιχμών του. Με βεβαιότητα, εξαιρώντας κάποια δημοτικά τραγούδια, αποτελεί το πρώτο ομοερωτικό ποίημα των νεοελληνικών γραμμάτων κι ας μην ξέρουμε τον ακριβή χρόνο συγγραφής του (μεταξύ 1840-1859).

Πριν ειπωθεί όλη η ιστορία που το περιβάλλει ας το καταθέσουμε πρώτα:

              ΑΣΜΑΤΙΟΝ

       Μὲ τὰ δόλιά σου χείλη
Ὅταν μ’ ὤμνυες φιλίαν,
Κ’ ἡ καρδία σου ὡμίλει
       Εἰς παλμούς της παμπληθεῖς,
    Πρῶτον ἤλπιζα ἡ τάξις
Τοῦ παντὸς ν’ ἀλλάξῃ νόμον
Παρὰ σὺ, σκληρὲ, ν’ ἀλλάξῃς,
       Καὶ, σκληρὲ, νὰ μ’ ἀρνηθῇς.

      .
      Ὅμως τοὺς φρικτούς σου ὅρκους

    Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲν λέγω·
Φλέγοντα τοὺς ἐπιόρκους
        Κεραυνὸν δὲν προσκαλῶ.
     Εἰς τὰς λύπας συνειθίζω,
Τὴν καρδίαν μου βιάζω,
Πάσχω, σιωπῶ κ’ ἐλπίζω,
        Κ’ εἰς τὴν τύχην προσγελῶ.
.

        Τώρα πλέον θὰ πασχίσω
Τὸ παρὸν νὰ λησμονήσω,
Καὶ μὲ σᾶς, μὲ σᾶς νὰ ζήσω,
         Ἀναμνήσεις ποθηταί.
     Δύνασαι νὰ μὲ μισήσῃς,

Τύραννε, νὰ μὲ φονεύσῃς·
Πλὴν τὴν μνήμην δὲν θὰ σβύσῃς,
         Τῆς ἀγάπης μας ποτέ.
.

         Στῆς σελήνης αὐτὴ μένει
Τὴν ἐρωτικὴν γαλήνην,
Μέν’ εἰς τ’ ἄστρα γεγραμμένη
         Τῆς σιωπηλῆς νυκτός,
       Κ’ εἰς τὸν φλοῖσβον τῶν λειμώνων,
Κ’ εἰς τὰς αὔρας κ’ εἰς τὰ δάση·
Καὶ παντοῦ, παντοῦ, καὶ μόνον
         Τῆς καρδίας σου ἐκτός.

.
Ὅμως τοὺς φρικτούς σου ὅρκους

Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲν λέγω·
Φλέγοντα τοὺς ἐπιόρκους
          Κεραυνὸν δὲν προσκαλῶ.
      Εἰς τὰς λύπας συνειθίζω,
Τὴν καρδίαν μου βιάζω,
Πάσχω, σιωπῶ κ’ ἐλπίζω,
          Κ’ εἰς τὴν τύχην προσγελῶ.

Το ποίημα αυτό βρίσκεται μέσα στην ποιητική του συλλογή «Βάρβιτος» που εκδόθηκε το 1860 και περιλαμβάνει νέα ποιήματα του Καρασούτσα καθώς και ανέκδοτο υλικό από διάφορες συγγραφικές περιόδους του. Το 1876, δηλαδή δεκάξι χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, και τρία μετά τον τραγικό θάνατό του, το βρίσκουμε αναδημοσιευμένο μέσα στην «Ελληνική Ανθολογία» του Ανέστη Κωνσταντινίδου (εκδ. Ο Κοραής, Εν Αθήναις 1876, σ. 168). Συγκρίνοντας όμως τα δύο ποιήματα δεν ταιριάζουν απόλυτα. Τι ακριβώς έχει συμβεί;

Προφανώς ο ανθολόγος ανίχνευσε κατά την ανάγνωσή του τις ομοερωτικές αιχμές εντός του κειμένου. Από την άλλη όμως δεν μπορούσε να το αγνοήσει γιατί πιθανολογούμε πως τον γοήτευσε η επίγευση ενός υπαρξιακού βάθους που σου αφήνει στα χείλια μία κατά βάση απλοϊκή ποιητική σύνθεση. Οπότε η αμηχανία του ανθολόγου ξεπερνιέται με την απόφασή του να προβεί σε κάποιες μικρές παρασπονδίες για λόγους σεξουαλικής ορθότητας. Ο τίτλος, λοιπόν, από «Ασμάτιον» καταλήγει στο δηλωτικό από άποψη φύλου «Η επίορκος» ενώ η αρσενική φύση του επιθέτου ο «σκληρός» στην πρώτη περίπτωση αλλάζει γένος και γίνεται θηλυκό, η «σκληρά», ενώ στην δεύτερη, απουσία κομμάτων, γίνεται επίρρημα:

        Πρώτον ήλπιζα η τάξις
 Του παντός ν’ αλλάξη νόμον,
Παρά συ, σκληρά, ν’ αλλάξης
        Και
σκληρά να μ’ αρνηθής
       

 

Με τον τρόπο αυτό, και με διάφορα άλλα μικροτεχνάσματα, (γράφει «τοίς επιόρκοις» αντί για το ορθό «τούς επιόρκους» το οποίο συν τοις άλλοις σπάει τη ρίμα!) σβήνει και την παραμικρή υπόνοια σεξουαλικής παρέκκλισης που θα μπορούσε να εκτρέψει τα νοήματα της ευπρεπούς ανθολογίας του.

Γενικά, Ελλάδα με τα όλα σου.

Καταθέστε το μέηλ σας στο contact@academia-romantica.edu.gr
και θα σας αποσταλεί μια μελέτη ολικής επαναφοράς του ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα.