Η έννοια του φιλοσοφικού ρεμβασμού

Ο Άγγελος Σικελιανός σε ένα ποίημά του είχε συλλάβει και αναφερθεί στη γεγονοτική στιγμή που ένα αεράκι πέφτει στον κάμπο και από το απαλό τρίχωμα του προβάτου καθαρίζεται η βρωμιά του. Αυτή είναι μια εικόνα εγγενής για τη φύση, έμφυτη, απολύτως κατανοητή και απλοϊκή για την ύπαρξή της. Αυτή η απλοϊκότητα έχει αναχθεί σε πολυπλοκότητα, αν όχι αορατότητα, για τον άνθρωπο των ημερών μας διότι απόλεσε την ποιότητα του βλέμματός του. Οι συνθήκες της ζωής του υποβάθμισαν την έννοια της παρατήρησης. Λιγόστευσαν τα αντανακλαστικά της εμπειρίας. Οι αισθήσεις έχουν ατονήσει, έχουν απονεκρωθεί, αγννοούμε τις λεπτομέρεις που μας περιβάλλουν. Οτιδήποτε δεν έχει ένα αντίκρυσμα χρηστικό υποβιβάστηκε από την κυρίαρχη ηθική σε ευτέλεια, σε ρομαντισμό, σε ευθυνοφοβία, Έτσι ο στοχασμός μας έγινε σχεδόν αφύσικος, μηχανοποιημένος, τουριστικός. Θάλασσα, ηλιοβασίλεμα και φεγγαράδα. Δεν πάει παραπέρα ο ρεμβασμός. Ας προσπαθήσουμε να τον ξεθαρρέψουμε, να τον τονώσουμε, να τον κάνουμε πιο αιχμηρό, οραματικό, φαρμακερό.

Ο φιλοσοφικός ρεμβασμός, ο πιο κεντρικός από τους τρεις άξονες της μεθόδου, είναι μια έννοια κλειδί για το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο. Ο χαρακτήρας της είναι περιπατητικός και εκκινεί από την ποιητική εμψύχωση του εαυτού καταλήγοντας στην ποιητική πρόσληψη της ιστορίας. Στόχος της είναι η αναζήτηση των συναισθηματικών ιδεών που έπονται της θεωρητικής ιστορίας. Είναι πολύτιμες και γενεσιουργές ιδέες που εφορμούν από το ρεμβαστικό συναίσθημα, και βρίσκονται υπό την επήρεια του νιωσίματος. Γεννιούνται από εμάς τους ίδιους. Αφορούν μόνο εμάς. Αναδύονται από εμάς κατά τη διάρκεια βαθιάς παρατήρησης. Να κατανοήσεις το πολλαπλό παρόν σου συναισθηματικά, να μεταμορφώσεις αδιάψευστα τον λογικό κόσμο σε ποίηση, να συλλάβεις το προτσές σε ποιητικό σχήμα, είναι η αναντίρρητη κατάκτηση των ιδεών. Η βίωση της γνώσης σφραγίζεται στη μεταφορά της στον κόσμο της παρομοίωσης. Όποια γνώση δεν δύναται να γίνει παρομοίωση είναι γνώση αχρείαστη. Η ποιητική σκέψη είναι ο αφέτης που πυροβολεί και θέτει σε κίνηση τα πεδία των επιστημών.

Κάθε θεωρητική κατασκευή είναι περιττή αν δεν μπορεί να βρει έκφραση στον φυσικό κόσμο, ο οποίος σε μας γίνεται κατανοητός ως ένα ιερό πεδίο εξάσκησης της φαντασίας μας. Η έννοια του φιλοσοφικού ρεμβασμού ελέγχεται από ένα υπερπέραν υποψιών που καλούν να γεννηθούν. Κάθε υποψία είναι γνώση υπαρκτή στο βαθμό που κινητοποιεί τον υποψιασμένο να αισθανθεί την έκσταση. Η διάψευση της υποψίας ανοίγει τον δρόμο μιας νέας υποψίας, μιας νέας εκδοχής. Το κρίσιμο παιχνίδι της εκδοχολογίας φαντάζει ατέλειωτο. Η λογική δεν ελέγχει την διαδικασία στο βαθμό που η διαίσθηση επιμένει να ποντάρει. Άλλωστε αλήθεια δεν υπάρχει στο μέτρο που το ψέμα δεν είναι περισσότερο επιζήμιο.

«ό,τι νικήσαμε στον πολιτισμό το χάσαμε στην ύπαρξη»

Η αλήθεια μοιάζει με τα παιχνιδάκια των μικρών παιδιών: τα βαριούνται σύντομα, επιζητούν ένα νέο παιχνίδι που θα τα συνεπάρει. Κάθε παιχνίδι ξεπερνιέται γιατί ακριβώς η συναισθηματική του ιδέα κατακτιέται. Το νέο παιχνίδι, η νέα αλήθεια, θα φέρει μια νέα πρόκληση. Ένα νέο δόξασμα του παρόντος. Μέχρι που θα εκπέσει κι αυτό σε μια πρακτική ρουτίνας. Εδώ, η επιθυμία ενός νέου παιχνιδιού παύει να αποτελεί αντικείμενο κατάκτησης. Γινόμαστε εμείς το παιχνίδι. Φτιάχνουμε τους κανόνες από μόνοι μας. Αποϋλικοποιούμε τις επιθυμίες μας. Πειθαρχούμε τον συναισθηματικό μας κόσμο, αξιολογούμε τον αυθορμητισμό, κατακτώντας τα σύνεργα που συνοδεύουν την διαδικασία της έμπνευσης. Για το ποια είναι αυτή, είναι ζήτημα δικό σου. Γι’ αυτό και η γνώση που πρεσβεύουμε δεν βασίζεται σε τετελεσμένα εγχειρίδια. Ούτε βρίσκεται κάπου καλά κρυμμένη. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει καν γνώση να μεταβιβάσουμε και δεν επιθυμούμε άλλους σωτήρες στη ζωή μας. Μόνος μας εαυτός, η καλλιέργεια της εμπιστοσύνη μας σε αυτόν. Μόνη μας γνώση, η ποιητική πρόσληψη του κόσμου. Μόνο μας σύμμαχος ο απροσδόκητος ρεμβασμός. Μόνη μας βεβαιότητα, η υποψία.

Και πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε: η έννοια του ρεμβασμού δεν βρίσκεται σε εξάρτηση με αυτό που αποκαλούμε ομορφιά, καθότι μπορεί να γίνει καθοριστικός και γενεσσιουργός σε οποιαδήποτε θέα κι αν αντικρύζει. Συχνά, όσο πιο περιορισμένο το εύρος της θέας τόσο περισσότερο φαρμακερός μπορεί να γίνει. Άλλες φορές, πιο προοδευμένες, δεν απαιτεί ούτε καν τα μάτια μας ανοιχτά. Θέλουμε να διεισδύσουμε στα πολλαπλά στρώματα της πραγματικότητας, να αναζητήσουμε ίχνη, να φτάσουμε σε ένα καινούργιο ξέφωτο. Για να γίνουμε πιο παραδειγματικοί όσον αφορά τον ρεμβασμό, δεν ενδιαφερόμαστε για τα γραφικά πόμολα των νεοκλασσικών σπιτιών της οδού Πατησίων. Θέλουμε να χτυπήσουμε τα πόμολα, να δούμε την πόρτα να ανοίγει, επιθυμούμε να κατοικήσουμε μια νέα προσωπική, συναισθηματική γνώση απαντώντας σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμη τεθεί.

«Είμαστε η πιο ανίκανη γενιά να επιβιώσει μέσα σε ένα δάσος»


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Ι

Ένα καθαρά ενδεικτικό και φευγαλέο ερώτημα της στιγμής, που όμως μπορεί να συμπυκνώσει τις διαθέσεις των λεγομένων και των πρακτικών μας, και έχει τις δυνατότητες να παράξει μια ελάχιστη, μα καθόλα νέα γνώση, είναι το εξής: έτρωγε λουλούδια ο προϊστορικός άνθρωπος; αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν έχει ξανατεθεί. Το θέτουμε εδώ τόσο σε συμβολικό επίπεδο όσο και σε πιο πρακτικό. Ως προς τη συμβολική του σημασία θα τονιστεί η στερεότυπη εικόνα που επικρατεί για τον άνθρωπο της προϊστορίας στην εποχή μας, η οποία συχνά φτάνει στα όρια της απαξίωσης και του ευτελισμού του, μην έχοντας την δυνατότητα να κατανοήσουμε το μεγαλείο της επιβίωσής του αλλά και την αναγκαιότητας της καθημερινής του μάχης για ευρηματικότητα ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Θα εξετάσουμε λεπτομερώς τους λόγους που συμβαίνει αυτό. Πάντως η υποτιμητική αυτή αντίληψη δημιουργεί μια αδυνατότητα ως προς την κατανόηση πως υπάρχει μια ακολουθία μεταξύ ημών και του προιστορικού ανθρώπου, θαρρείς πως πρόκειται για έναν άνθρωπο όχι προγονικό μα κάποιο πλάσμα αποκομμένο από την ιστορία της ανθρωπότητας. Ως αποτέλεσμα, και η κατανόηση της ευρύτερης ιστορίας πνίγεται μέσα στη στρεβλότητα.

Ως προς την πρακτική σημασία του ζητήματος, θα εξασκηθούμε πάνω στην έννοια της εκδοχολογίας. Αφου παραθέσουμε τα ελάχιστα διατροφικά δεδομένα της εποχής, αλλά και τις συνθήκες της προϊστορικής ζωής που έχουν αναδυθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημά μας. Αυτό θα συμβεί ποντάροντας ναι μεν διαισθητικά, προσπαθώντας να μπούμε στον ψυχισμό ενός μακρινού παρελθόντος αλλά και βασισμένοι σε επιχειρήματα ιστορικού εύρους. Μέσα λοιπόν από την ποιητική διαδικασία, και με αφορμή ένα συμβολικό ερώτημα, θα εξασκηθούμε σε ένα ιστορικό φαντασιοκόπημα. Οπωσδήποτε ο τόπος διεξαγωγής της συγκεκριμένης συνεύρεσης είναι κομβικής σημασίας για την ποιότητα της συναισθηματικής γνώσης που θα παραχθεί. Και δεν είναι άλλος από μια εκ των δεκάδων σπηλιών που υπάρχουν στους αθηναϊκούς λόφους και μπορούν να μας μαρτυρήσουν πολλά από τα ανομολόγητα αλλοτινών καιρών.


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ II

Η συγγραφή ενός νεόκοπου λεξικού που θα καταπιαστεί σε επίπεδο ορισμών με την συγγραφή και την κατάθεση νέων συναισθημάτων που προκύπτουν μέσα από τις πρακτικές μας. Η ποιότητα της διεισδυτικής παρατήρησης/περιπλάνησης σε συνδυασμό με το απροσδόκητο άφημα στο ποιητικό βάθος φιλοδοξούμε να μας γεννήσει τις προϋποθέσεις ενός γενεσσιουργού συναισθηματικού στοχασμού προς τα μέσα μας. Με τον τρόπο αυτό θα τολμήσουμε μια αισθητή λεκτική ανανέωση στην περιορισμένη και βασική γκάμα των υπάρχουσων συναισθημάτων, των οποίων οι λέξεις από την φθορά τους έχουν χάσει τα συκινητικά τους φορτία. Φυσικά το συγκεκριμένο εγχείρημα εκκινεί από ένα λογοτεχνικό παιχνίδισμα το οποίο όμως θα στηρίζεται σε στοιχεία πραγματολογικά και μένει να κριθεί αν ο αποδραστικός ρεμβασμός που ευαγγελιζόμαστε ενέχει χρησιμότητα τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Μένει να κριθεί αν έχει την ικανότητα να βελτιώσει την έκφραση του παροντικού μας λόγου.